- έριφος
- ο και η (AM ἔριφος)1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδώναρχ.1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοιαστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες2. φρ. «ἐπ’ ἐρίφοις» — με τρικυμία, με καιρό τρικυμιώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. εριφ- ανάγεται σε ΙΕ τ. *erbhī- «δορκάς» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. heirp «κατσίκα». Η κατάληξη -ος κατά το έλαφος*. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. oroj «αρνί», erinj «νεαρή αγελάδα», το λατ. aries-ětis «κριός» και το ουμβρ. erietu «κριός», η αντιστοιχία όμως δεν είναι πλήρης ούτε στη μορφή ούτε στη σημασία. Πολύ αμφίβολη η σύνδεση με το αρχ. ελλ. ερῖνεός «αγριοσυκιά».ΠΑΡ. ερίφιο(-ν)αρχ.εριφέας, ερίφειος, Ερίφειος, εριφιήματα].
Dictionary of Greek. 2013.